Το υλικό των φωτογραφιών εγκλημάτων

Όταν νυχτώνει δε μπορείς να φύγεις από το Αλκατράζ, μόνο "δραπετεύεις". Ένας δασοφύλακας δίνει στον Johnson τα κλειδιά του νησιού, κατευθυνόμενος προς το ferry boat το οποίο μεταφέρει τους τελευταίους 5000 επισκέπτες. Ο Johnson στέκεται ανάμεσα στους γλάρους. Αυτά τα μεγάλα πουλιά είναι παντού, παρατεταγμένα στους τοίχους και πετάνε σαν όρνια, κάνοντας τον να νιώθει άβολα.
Όπως λέει: "Είναι σα να με παρακολουθούν για να δουν αν θα καταρρεύσω, όπως στην ταινία The Birds του Alfred Hitchcock." Κάνει έναν έλεγχο μήπως ξέμεινε κάποιος τουρίστας πίσω και προετοιμάζεται για τη μεγάλη νύχτα. Ο πατέρας του Johnson ήταν φύλακας στις φυλακές της Νέας Υόρκης. Είναι σα να έχει την δουλειά αυτή στο αίμα του όμως το Αλκατράζ είναι κάτι το διαφορετικό.
Όταν κι οι τελευταίες αχτίδες του ηλίου χάνονται, το φρούριο του νησιού μετατρέπεται σε ένα θλιβερό κι άχαρο μέρος το οποίο ήταν το υλικό για τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες εγκλημάτων την δεκαετία του 1950. Ο Johnson ακούει μουσική από το iPod του. Πληρώνεται με υπερωρίες για την 18ωρη βάρδια του (από τις 3 μ.μ. έως τις 9 π.μ.) όμως πολλές φορές στην έρημη νύχτα σκέφτεται ότι αυτά τα χρήματα είναι σα "ματωμένα".
Στις 8 π.μ. το ράδιο του κατακλύζεται από φωνές των αστυνομικών του πάρκου κι ο Johnson καταλήγει στην αρχική του θέση καθώς τα πουλιά φεύγουν γρήγορα από τα περβάζια. Το φυλάκιο φαίνεται σαν ένα στοιχειωμένο κάστρο. Διασχίζει τον διάδρομο των κελιών που οι έγκλειστοι κάποτε αποκαλούσαν ως Broadway και Sunset Alley and Seedy Street. Καθώς μπαίνει σε ένα έρημο κελί ακούει την βαριά σιδερένια πόρτα να τρίζει. Ο μικρός χώρος φαίνεται εντελώς μαύρος παρόλο που τα μάτια του έχουν συνηθίσει σ' αυτόν.
Σταματάει στο κελί του Frank Lee Morris του οποίου το θαρραλέο ξέσπασμα απαθανατίστηκε στην ταινία "Απόδραση από το Αλκατράζ". Ο Morris και δύο ακόμη άνδρες άφησαν κάποια ομοιώματα των κεφαλιών τους από σαπούνι και χαρτί τουαλέτας μέσα στα κελιά τους. Το σχέδιο τους ήταν να εξαπατήσουν τους φύλακες ενώ αυτοί θα δραπέτευαν μέσα από τις τρύπες που είχαν σκάψει στους τοίχους των κελιών τους.
Ο Johnson κοιτάζει το σχεδιάγραμμα του ψεύτικου κεφαλιού στο κελί όπως το έχει σχεδιάσει ένας τουρίστας. Καταλαβαίνει πως θα ένιωθαν οι άνδρες εδώ καθώς λέει: "Δέκα χρόνια εδώ; Θα είχα τρελαθεί πολύ πιο πριν."
Την αυγή ο νυχτερινός φύλακας είναι πια κουρασμένος από τον "Βράχο". Δίνει τα κλειδιά στον δασοφύλακα και κάνει την δική του απόδραση από το Αλκατράζ, με τον ήλιο να πέφτει στο πρόσωπο του.